πληρεξουσιοδότης

πληρεξουσιοδότης
ο, θηλ. πληρεξουσιοδότις, Ν
αυτός που παρέχει την πληρεξουσιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πληρεξούσιος + δότης (πρβλ. αιμο-δότης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πληρεξουσιοδοτώ — έω, Ν παρέχω σε κάποιον πληρεξουσιότητα, δίνω πληρεξούσιο σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < πληρεξουσιοδότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στο περιοδικό Βύρων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”